Είμαι μπροστά στο μικρόφωνο και ταλαντεύομαι ακόμα: για ποιο ρίσκο να μιλήσω σε επιχειρηματίες ή σε υποψήφια στελέχη επιχειρήσεων ; Το ρίσκο του ανθρώπου του επιχειρείν ή του πολιτικού που υποτίθεται ότι διαχειρίζεται την αβεβαιότητα συνολικά στην κοινωνία; Το ρίσκο που συνδέεται με την επιχειρηματική καινοτομία και ευθύνη ή την Πολιτική; Το ρίσκο στη μικρή ή στη μεγάλη εικόνα; Τι σημαίνει όμως αυτό; Μήπως ότι ο ιδιωτικός τομέας αναφέρεται στη μικρή εικόνα ενώ η πολιτική μόνο στη μεγάλη; Όχι βέβαια! Αυτές οι διακρίσεις είναι χονδροειδείς. Αν θέλετε να έχετε επιτυχία με διάρκεια ποτέ μην κλείνεστε αυτιστικά στα τείχη της επιχείρησής σας. Από «μέσα» να βλέπετε προς τα «έξω», προς το σύνολο του κλάδου, της οικονομίας, της κοινωνίας ευρύτερα , της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας αγοράς. Και αντίστροφα «απέξω», από μια γόνιμη απόσταση κοιτάξτε «μέσα». Αν θέλετε να γίνετε πραγματικοί ηγέτες στις business προσθέστε στον μάνατζερ μια αναγκαία δόση του «πολιτικού» ή μάλλον αυτού που θα έπρεπε να είναι ο πολιτικός. Προσθέστε τον ανοικτό και ευρύ ορίζοντα. Η επιλογή μου σήμερα είναι να σας μιλήσω για το risk management στο συνολικό επίπεδο της οικονομίας και της κοινωνίας. Υποθέτω ότι έχετε αφομοιώσει ότι η εργασία σας από δω και πέρα θα είναι μια διαρκής διαχείριση ρίσκου. Θα αναζητάτε πάντα το αρχιμήδειο σημείο, εκείνο δηλαδή στο οποίο το ρίσκο είναι σχετικά χαμηλό και η απόδοση μεγάλη. Αυτό θα είναι το στοίχημα.
Επιχειρηματίας και ρίσκο
Η πείρα μου λέει ότι οι επιχειρηματίες συχνά είτε υποτιμούν τους συντελεστές της αβεβαιότητας και πιάνονται στον ύπνο από τις αλλαγές στο χρηματοοικονομικό περιβάλλον, στην τεχνολογία και στις προτιμήσεις των καταναλωτών ή από την εμφάνιση απρόβλεπτων ανταγωνιστών είτε υπερτιμούν τόσο πολύ το ρίσκο ώστε παραιτούνται από την προσπάθεια ανάλυσης πρόγνωσης και δουλεύουν αποκλειστικά με το ένστικτο. Το πρώτο συνεπώς που θα κάνετε είναι να αξιολογήσετε το βαθμό και τα επίπεδα αβεβαιότητας στην επιχείρησή σας, στον κλάδο σας. Αν ο άγνωστος x , ο συντελεστής δηλαδή της αβεβαιότητας είναι ένας, έστω δύο η «εξίσωσή» μας είναι σχετικά απλή. Αν οι συντελεστές αβεβαιότητας αυξάνουν τότε έχετε μπροστά σας ένα τόξο πιθανοτήτων, ένα φάσμα εναλλακτικών σεναρίων. Δεν αποκλείεται βέβαια να βρεθείτε και σε καταστάσεις, ας πούμε, απόλυτης αβεβαιότητας, όπου όλα σχεδόν παίζονται και θα είστε υποχρεωμένοι να ακολουθήσετε στρατηγική υψηλού ρίσκου.
Το δεύτερο βήμα είναι να χαράξετε τη στρατηγική σας. Υπάρχουν εναλλακτικά σενάρια, αρκετά στοιχήματα, αλλά συχνά υπάρχει ένα κεντρικό δίλημμα: διατήρηση ή μεταβολή του status quo σ’ έναν κλάδο; Μεταβολή σημαίνει ότι θέλεις να σχηματίσεις το μέλλον, να στοιχηματίσεις στην καινοτομία, να φέρεις κάτι που κάνει τη διαφορά, να εισάγεις νέα στάνταρτ, να καθορίσεις εσύ σε σημαντικό βαθμό τους κανόνες του παιχνιδιού στον κλάδο. «Κάψτε τα πλοία» διέταξε ο εξερευνητής Cortes για να μην υπάρχει άλλη επιλογή από τη δημιουργία ενός νέου κόσμου. «Καινοτομία ή θάνατος» είναι το πρόσταγμα του ανταγωνισμού που εξασφαλίζει την ανανέωση και το δυναμισμό του καπιταλισμού. Όμως ποτέ να μην ξεχνάτε να υπολογίζετε το ρίσκο της καινοτομίας. «Δημιουργική καταστροφή» είναι το κάλεσμα του Σούμπετερ για να σαρωθεί το παλιό, να απελευθερωθεί το νέο αλλά ποτέ να μην ξεχνάτε ότι αρκετοί επιχειρηματίες που επένδυσαν στη «δημιουργική καταστροφή» γνώρισαν μόνο την καταστροφή, όχι τη δημιουργία. Επειδή το ένστικτό μου είναι ριζοσπαστικό – και διανοητικά με γοητεύει να στοιχηματίζω στην ανατροπή του status quo στην επιχειρηματικότητα, στην επιστήμη και στην πολιτική – οφείλω να σας προφυλάξω λέγοντας ότι υπάρχουν καταστάσεις που είναι καλύτερη στρατηγική μια ενεργητική – όχι παθητική- διατήρηση του status quo. Ενεργητική σημαίνει ότι κάνεις έξυπνες αναπροσαρμογές και αξιοποιείς τις ευκαιρίες μέσα στην υπάρχουσα δομή και διάταξη, προσπαθείς να καταλάβεις μέσα σ’ αυτήν μια προνομιακή θέση και περιμένεις άγρυπνος να γίνει το περιβάλλον καλύτερο ή να δημιουργηθούν συνθήκες μεταβολής του προς όφελός σου. Άλλο ενεργητική αναμονή, άλλο συντηρητισμός. Θα έχετε πληροφορηθεί ότι πολλοί επιχειρηματίες οι οποίοι πίστεψαν ότι το μέλλον θα είναι όπως το παρελθόν εξαφανίστηκαν ή υποβαθμίζονται. «Μα κάνω έρευνα αγοράς» σου απαντούν. Ακούνε το παρελθόν, βλέπουν στατικές φωτογραφίες. Διαβάζουν ιστορία. Παρακολουθούν την παλιά αγορά, εξυπηρετούν τους παλιούς πελάτες με τον παλιό τρόπο, δεν υπολογίζουν τα νέα γούστα και τους εν δυνάμει νέους πελάτες, αφήνουν κενά και ξαφνικά βλέπουν να υποσκελίζονται από απρόβλεπτους ανταγωνιστές με νέα προϊόντα ή από επιδέξιους μιμητές. Αυτή είναι η παγίδα της επιτυχίας. Το απόφθεγμα «ομάδα που κερδίζει δεν την αλλάζεις» γίνεται αρνητικό δόγμα σε ορισμένες καμπές που απαιτούν αλλαγή. Αυτή είναι η παγίδα της επιτυχίας που κτυπά επιχειρήσεις, Πανεπιστήμια, ποδοσφαιρικές ομάδες ή πολιτικά κόμματα. Και πάλι προσοχή όμως! Συχνά θα αντιμετωπίσετε και άλλα διλήμματα: Πόσο μου κοστίζει να κερδίσω έναν νέο πελάτη; Πόσο χρόνο π.χ. θέλω αν είμαι ασφαλιστική εταιρεία ή τράπεζα να βγάλω τα έξοδα προσέλευσης ενός νέου πελάτη; Μήπως πρέπει να δώσω βάθος στη σχέση μου με τους υπάρχοντες πελάτες; Διλήμματα, διλήμματα, ένα σωρό στοιχήματα. Θέλω να υπογραμμίσω συνεπώς ότι το δίλημμα δεν είναι πάντα «μεγάλο στοίχημα με μεγάλο ρίσκο ή απουσία στοιχήματος με μηδενικό ρίσκο;». Δεν είναι πάντα «επαναστατική ή σιγουρατζίδικη στρατηγική;». Υπάρχει η στρατηγική της ευέλικτης προσαρμογής, του πειραματισμού μικρού σχετικά κόστους, του μικρού ή μηδενικού τραύματος, του εσωτερικού, ήρεμου κινήματος ανανέωσης και καινοτομίας στις επιχειρήσεις.
Πολιτικός και Ρίσκο
Θα μπορούσαμε να δούμε γενικά την Πολιτική σαν μια διαχείριση της αβεβαιότητας. Να σκεφτόμαστε την Πολιτική σαν την κορυφαία εκδήλωση του risk management, της διαχείρισης κινδύνου στο σύνολο της κοινωνίας. Τότε μπορούμε πράγματι να προσεγγίζουμε σ’ ένα New Public Management.
Κανονικά η κυβέρνηση κεντρικά, κάθε υπουργείο και οργανισμός χωριστά θα έπρεπε να έχουν μια ανεξάρτητη ομάδα διαχείρισης κινδύνου, να ενσωματώνουν στη λήψη των αποφάσεων την ανάλυση και διαχείριση του ρίσκου, τα πιθανά σενάρια και τις εναλλακτικές λύσεις. «Θα» έπρεπε οι κυβερνήσεις να κάνουν σ’ όλους τους τομείς κάτι σαν αυτό που οι τράπεζες αποκαλούν stress testing. Δυστυχώς αυτό δε συμβαίνει με αποτέλεσμα η απουσία ενός σοβαρού risk management να μειώνει την αποτελεσματικότητα της κυβερνητικής πολιτικής και να αυξάνει το ρίσκο και το κόστος των πολιτικών και προγραμματικών επιλογών.
Γιατί η πολιτική φαίνεται να σνομπάρει το risk management;
Ο πολιτικός παραδοσιακά θέλει να φαίνεται σίγουρος, υπερασφαλής, παντογνώστης, ο άνθρωπος που διαχειρίζεται μόνο βεβαιότητες, αυτός που θα ρίξει το μάννα εξ ουρανού. Κάποτε ρώτησαν τον μέγα πολιτικό φιλόσοφο Μαξ Βέμπερ γιατί δε γίνεται πολιτικός. «Ένας πολιτικός σε κάθε στιγμή της ημέρας και της νύχτας πρέπει να φαίνεται σίγουρος και εγώ δεν μπορώ να εμπιστεύομαι τον εαυτό μου» Είναι ξεκάρφωτη κοινωνικά αυτή η πολιτική συμπεριφορά; Είναι απλώς μια εκδήλωση του βολονταρισμού που χαρακτηρίζει ακόμα και τους πιο ρεαλιστές πολιτικούς; Όχι, σ’ ένα βαθμό είναι και προσαρμογή στις ψυχολογικές δυσκολίες και αντιστάσεις του κοινού όταν ακούει για ρίσκο, κινδύνους, πιθανότητες, αβεβαιότητες πράγμα που μας υποχρεώνει, είτε κάνουμε πολιτική, είτε πουλάμε χρηματοοικονομικά και ασφαλιστικά προϊόντα, να προσέχουμε το λεξιλόγιό μας, να αποφεύγουμε μία αρνητική και πεσιμιστική προσέγγιση, να αναζητούμε θετικά σημεία αναφοράς, να μη ξυπνούμε τα αντανακλαστικά της «κουλτούρας του φόβου». Πρέπει να πείθουμε, φτάνει να το πιστεύουμε, ότι η αβεβαιότητα εμπεριέχει τις ευκαιρίες, τις καινοτομίες, τις ελπίδες αλλά και τους κινδύνους και στόχος του risk management είναι να αυξήσει τις ευκαιρίες να μειώσει τους κινδύνους. Δηλαδή «πουλάμε» πρόσθετη ασφάλεια και ελπίδα ενώ στην πράξη απλώνουμε σε περισσότερους, μοιράζουμε, διαφοροποιούμε, σμικρύνουμε και κάνουμε ανεκτή την ανασφάλεια. Αποδεχόμαστε το ρίσκο να κάνουμε πράγματα γιατί προσδοκούμε πολύ μεγαλύτερη ωφέλεια σε σχέση με τους κινδύνους που αναλαμβάνουμε. Ειδικά στην Ελλάδα με το συντηρητικό status quo, με τη διάχυτη στην κοινωνία κρατικοδίαιτη κουλτούρα της εξάρτησης και της υπερασφάλειας όπου ο νέος κάνει ξανά Greek Dream μία θέση στο δημόσιο, όπου ο αγρότης προσβλέπει σε ασφαλή εισοδήματα των κοινοτικών επιδοτήσεων έξω από την αγορά και ο επιχειρηματίας τη σιγουριά ενός κρατικού συμβολαίου, η γενίκευση του risk management θα ήταν μία οικονομική, πολιτισμική και αξιακή επανάσταση που θα ενθάρρυνε και θα αντάμειβε τον risk lover, τον άνθρωπο της καινοτομίας, της δημιουργίας, του επιχειρείν. Αυτό ακριβώς επιδιώκει το risk management. Να απελευθερώσει τις καινοτόμες δυνάμεις και να πολλαπλασιάσει τον κοινωνικό πλούτο. Δεν είναι συνεπώς αμυντικό, συντηρητικό. Αντίθετα ο φόβος του ρίσκου και της αποτυχίας παραλύει την επιχειρηματικότητα και την πολιτική δημιουργία και σημαίνει χαμένες ευκαιρίες, χαμένες δυνατότητες, χαμένο κοινωνικό πλούτο.
Ο πετυχημένος πολιτικός όμως του status quo είναι δέσμιος του κρατικίστικου βολονταρισμού του, προσποιείται ότι έχει την εξέλιξη στην τσέπη του, παραγνωρίζει ακόμη και τον οικονομικό κύκλο, αγνοεί την αλυσιδωτή αντίδραση που ενεργοποιούν οι ίδιες οι αποφάσεις και οι νόμοι που θεσπίζει καθώς και την απόκλιση του τελικού αποτελέσματος από τις επιθυμίες του και εμφανίζεται πάντα υπερβέβαιος ενώ στηρίζεται στην οργανωμένη παράνοια της Δημόσιας Διοίκησης και στο απρόβλεπτο της αγοράς.
Η αποφυγή του risk management από την πολιτική και η αρνητική απόχρωση που δίνεται στην αβεβαιότητα έχει και γνωσιολογικές αιτίες. Οι πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές επιστήμες θεμελιώθηκαν στον 19ο αιώνα, σε μία εποχή που ηγεμόνευε επάνω τους η παραδοσιακή Φυσική με τη σιδερένια της αιτιοκρατία και την μηχανιστική αντίληψη του κόσμου, η οποία ξόρκιζε την αβεβαιότητα σαν αδυναμία υπολογισμού. Βέβαια τώρα πια οι νόμοι της Φυσικής έγιναν πιθανοκρατικοί, διαχειρίζονται την απροσδιοριστία, μιλούν με πιθανότητες όχι με βεβαιότητες. Εδώ και μερικές δεκαετίες η πιθανοκρατική σκέψη έχει περάσει στις οικονομικές επιστήμες αλλά η κληρονομιά της παλιάς σκέψης είναι ακόμη πολύ ισχυρή. Μη ξεχνάμε ότι στην Ελλάδα ακόμη και στον μεγάλο ιδιωτικό τομέα της οικονομίας το risk management είναι αναιμικό ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι παραμένει υποανάπτυκτη η αγορά παραγώγων και όλων των νέων χρηματοοικονομικών προϊόντων αντιστάθμισης κινδύνου.
Η αποφυγή του risk management από την πολιτική δεν οφείλεται μόνο σε αντιλήψεις, νοοτροπίες, προκαταλήψεις αλλά και σε πολλαπλά συμφέροντα. Το risk management προϋποθέτει εισαγωγή των value for money διαδικασιών, ανταποδοτικότητα σε κάθε δαπάνη, αποκέντρωση των αποφάσεων στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο επαρκούς πληροφόρησης, έλεγχο των αποτελεσμάτων σε ποιότητα υπηρεσιών, απόδοση λογαριασμού και ευθύνης, απόλυτη διαφάνεια στην κατανομή του κινδύνου και στη σχέση κόστους – ωφέλειας, ενώ αντίθετα συμφέρει τα πράγματα να μένουν εξαίσια θολά. Κομματοκρατία, γραφειοκρατικά – πελατειακά δίκτυα, οργανωμένες ομάδες προσοδούχων, μικρών και μεγάλων, του ευρύτερου δημόσιου τομέα, αυτές που συνήθως μπλοκάρουν τις ώριμες μεταρρυθμίσεις, είναι φυσικό να ενοχλούνται από την οργανική ενσωμάτωση του risk management στο έργο της κυβέρνησης και της διοίκησης. Έτσι, για παράδειγμα σήμερα, δεν έπρεπε να φανεί όλα αυτά τα χρόνια ότι τα μαζικά προγράμματα πρόωρης συνταξιοδότησης των ΔΕΚΟ ανακατανέμουν εισοδήματα σε βάρος των χαμηλο-συνταξιούχων του ΙΚΑ, των φορολογουμένων, του ελεύθερου ανταγωνιστικού ιδιωτικού τομέα που θα επιβαρύνεται με υψηλές ασφαλιστικές εισφορές και φόρους και κυρίως σε βάρος των νέων γενεών. Αν ενσωματώναμε το risk management και τον έλεγχο της απόδοσης των χρημάτων των φορολογουμένων στην κατανομή των πόρων του προϋπολογισμού να είστε βέβαιοι ότι θα ήταν αρκετά διαφορετικό το πρόγραμμα των δημοσίων επενδύσεων και γενικά οι δημόσιες δαπάνες στην Ελλάδα.
Το δημόσιο risk management δεν είναι ουδέτερο. Εμπλέκεται στη δομή των συμφερόντων της κοινωνίας. Μοιράζει το ρίσκο ανάμεσα σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, ανάμεσα στις γενιές, ανάμεσα στα άτομα, τις κοινωνικές ομάδες και ευρύτερα στην κοινωνία. Ρυθμίζει τις περιπτώσεις όπου τα άτομα ή οι επιχειρήσεις δημιουργούν και μεταβιβάζουν τους κινδύνους και το κόστος τους στους άλλους (από τα παράγωγα μέχρι την ρύπανση και το κάπνισμα). Σκεφτείτε ότι μια γενικευμένη κρίση του τραπεζικού συστήματος μπορεί να οδηγήσει σε δραματική πτώση το ΑΕΠ και συνεπώς του επίπεδου ζωής των πολιτών. Καταπιάνεται με κινδύνους που είναι πολύ μεγάλοι για να τους αντέξουν τα άτομα ή οι επιχειρήσεις (επιδημίες, φυσικές καταστροφές, παγκόσμιες οικονομικές κρίσεις), είτε η πιθανότητά τους είναι πολύ μικρή και οι επιπτώσεις τους κατακλυσμιαίες και συνεπώς δεν συγκινούν την ασφαλιστική αγορά, όπως πρόσφατα φάνηκε με το τσουνάμι. Το δημόσιο risk management καλείται να κάνει κρίσιμες και δύσκολες επιλογές. Ας δούμε, για παράδειγμα, την αντισεισμική προστασία. Σε μία σεισμογενή χώρα όπως η Ελλάδα η «πλήρης» προστασία θα απαιτούσε πολλούς προϋπολογισμούς του κράτους πράγμα που θα ήταν ανόητο να το επιχειρήσουμε. Συνεπώς πρέπει να κατανέμουμε τους διαθέσιμους πόρους παίρνοντας υπόψη μας την «καμπύλη τρωτότητας», δηλαδή το βαθμό κινδύνου σε κάθε περιοχή της χώρας με βάση πιθανολογούμενες τιμές μελλοντικών σεισμικών δράσεων. Είναι φυσικό να δώσουμε προτεραιότητα στα δίκτυα (ύδρευση, αποχέτευσης, ηλεκτρικά, οδικά, σιδηροδρομικά) και στην ενίσχυση των μαζικών δημοσίων κτιρίων. Συνεπώς στο δημόσιο risk management εμπλέκονται οικονομικά, κοινωνικά, πολιτισμικά και ηθικά κριτήρια.
Στην δική μας πολιτική φιλοσοφία το δημόσιο risk management σε μία ανοιχτή οικονομία της αγοράς πρέπει να κατανέμει δίκαια και αναλογικά τους κινδύνους και τα βάρη ανάμεσα στις κοινωνικές ομάδες και τις γενιές και να οδηγεί σε μία μετρήσιμη αύξηση των ευκαιριών, των δυνατοτήτων και των επιλογών για όλους και πρωταρχικά για τους οικονομικά ασθενέστερους και τους νέους.
Η επέκταση της σφαίρας του ρίσκου.
Η πολιτική βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπη με την ραγδαία επέκταση της σφαίρας του ρίσκου και της αβεβαιότητας. Πολύ σωστά σήμερα μιλάμε για risk society. Βέβαια σε άλλες εποχές ο άνθρωπος ήταν έρμαιο στις ανεξέλεγκτες τυφλές φυσικές και κοινωνικές δυνάμεις. Αυτό που άλλαξε δεν είναι το ποσοτικό μέγεθος της αβεβαιότητας και των κινδύνων αλλά η φύση και η πηγή τους. Η λέξη ρίσκο δεν υπήρχε πριν τον 17ο αιώνα. Εμφανίστηκε με τις μεγάλες εξερευνήσεις, την πρώτη εμφάνιση της παγκόσμιας εμπορικής αγοράς, την άνοδο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Δεν συμφωνώ πάντως με τις ρητορείες του συρμού ότι ο κόσμος έγινε πιο επικίνδυνος. Οι οικονομικές κρίσεις μεταπολεμικά δεν οδήγησαν σε γενικευμένη οικονομική καταστροφή όπως το 1929-1932 και κυρίως δε συμπαρέσυραν το τραπεζικό σύστημα όπως στο παρελθόν. Έχουν δημιουργηθεί «μαξιλαράκια» όπως η αντικυκλική δημοσιονομική και νομισματική πολιτική, ασφαλιστικοί και ρυθμιστικοί μηχανισμοί διαχείρισης του ρίσκου και συστήματα συναγερμού, ελέγχου και διαχείρισης των κρίσεων. Υπάρχουν προληπτικοί μηχανισμοί και περιορισμοί όπως το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το οποίο κρίνεται βέβαια σήμερα ανελαστικό.
Η πολιτική σήμερα βιώνει την πρόκληση του ρίσκου από τρεις κυρίως πηγές:
από την επιστημονική και τεχνολογική επανάσταση (κλωνοποίηση, γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα, νέα φάρμακα, νανοτεχνολογία, πληροφορικά συστήματα σε σχέση με το απόρρητο και την προστασία της ιδιωτικής ζωής). Πηγή απροσδιοριστίας και ρίσκου προέρχεται από την άγνοιά μας για το ποιο θα είναι το Next Big Thing, το επόμενο κύμα τεχνολογικής καινοτομίας και ποιες οι επιπτώσεις του στην παραγωγικότητα και στους σημερινούς κλάδους παραγωγής και υπηρεσιών. Η ίδια η τεχνολογία όμως που αυξάνει το ρίσκο μας προμηθεύει και τα μέσα για να το ελέγξουμε.
από την παγκοσμιοποίηση την επέκταση και την ολοκλήρωση των αγορών, η οποία αυξάνει τις ευκαιρίες αλλά συνοδεύεται από νέους κινδύνους και προκαλεί νέα διλήμματα. Αυτές τις μέρες στις ανεπτυγμένες χώρες αυξάνεται ο σκεπτικισμός για τις συνέπειες στην ιεραρχία της ανταγωνιστικότητας από την επέκταση του outsourcing από τις χαμηλής ειδίκευσης ρουτινιάρικες εργασίες στους τομείς της έρευνας, της καινοτομίας και των νέων προϊόντων και υπηρεσιών. Πρέπει να διαχειριστούμε από την αβεβαιότητα της τιμής του πετρελαίου και τη διακύμανση του δολαρίου μέχρι τους κινδύνους από το «δίδυμο» έλλειμμα των Ηνωμένων Πολιτειών. Τη μεγαλύτερη αβεβαιότητα δημιουργεί η θεμελιώδης ανισορροπία της παγκόσμιας οικονομίας καθώς οι ΗΠΑ και η Κίνα τρέχουν ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ιαπωνία έχουν κολλήσει. Η μείωση των κινδύνων απαιτεί η Ευρώπη να προχωρήσει σε διαρθρωτικές αλλαγές, οι ΗΠΑ, δημόσιο και νοικοκυριά, να αυξήσουν την αποταμίευσή τους, ενώ η Κίνα πρέπει να αυξήσει την κατανάλωση, να μειώσει την εξάρτησή της από τις εξαγωγές και να αυτοπεριορίσει την νομισματική και εμπορική της επιθετικότητα. Η προσφυγή σε προστατευτικά μέτρα θα ήταν μία πολύ κακή διαχείριση της αβεβαιότητας.
από τις διαδικασίες εξατομίκευσης στις σύγχρονες κοινωνίες που υποχρεώνουν το άτομο να αναλαμβάνει την ευθύνη του εαυτού του, να βιώνει πιο άμεσα τις νέες ευκαιρίες και τους κινδύνους, να καταστρώνει από νωρίς το προσωπικό του “risk management” στις σπουδές, στη δια βίου εκπαίδευση, στην κινητικότητα της εργασίας του, στις αναπόφευκτες αλλαγές τις καριέρας του, στις ποικίλες μορφές ασφάλισης και επένδυσής του. Όλα αυτά σημαίνουν ρίσκο, ρίσκο, ρίσκο.
Η πολιτική δεν μπορεί να είναι παθητικός παρατηρητής της αύξησης του ρίσκου στη σύγχρονη κοινωνία. Η ίδια πρέπει να γίνει ένας ενεργός παράγοντας δημιουργικής επέκτασης του χώρου του ρίσκου. Η πολιτική πρέπει να διεγείρει τον ανταγωνισμό, να επεκτείνει τις αγορές και την χρηματοοικονομική σφαίρα, να χρησιμοποιήσει ευρύτερα τα χρηματοοικονομικά εργαλεία στην άσκηση της κυβερνητικής πολιτικής, να εισάγει το risk management σε νέες περιοχές της οικονομικής και κοινωνικής ζωής, σε νέους χώρους δημόσιας και κοινωνικής ευθύνης.
Πρώτο, η πολιτική και ειδικά οι ανεξάρτητοι ρυθμιστικοί μηχανισμοί πρέπει με προσοχή να κοιτάξουν πέρα από τους παραδοσιακούς θεσμούς διαχείρισης του ρίσκου, όπως είναι οι τράπεζες και τα χρηματιστήρια, προς τα νέα χρηματοοικονομικά προϊόντα αντιστάθμισης κινδύνου από εμπορικές, συναλλαγματικές, τραπεζικές και άλλες πράξεις, τα περίφημα παράγωγα. Στόχος μίας ευέλικτης ρύθμισης σε αυτό το νέο τομέα είναι να προσφέρουμε περισσότερες και πιο ασφαλείς επιλογές στους επενδυτές και όχι να τον πνίξουμε με γραφειοκρατικούς ελέγχους ή να επιτρέψουμε μία διαχείριση του ρίσκου που στην πραγματικότητα πολλαπλασιάζει το ρίσκο και μπορεί ενδεχομένως να το μετατρέψει σε όπλο «μαζικής καταστροφής». Να είμαστε συνεπώς σε θέση να προτείνουμε με ασφάλεια ένα συνδυασμό χρηματοοικονομικών προϊόντων σε ασφαλιστικούς οργανισμούς και σε καθημερινούς ανθρώπους, αποταμιευτές – επενδυτές. Σήμερα δεν μπορούμε να το κάνουμε. Βέβαια ορισμένα συνταξιοδοτικά ταμεία όπως της Nestle και άλλα αύξησαν το ποσοστό επενδύσεων τους σε hedge funds με καλές, προς το παρόν, αποδώσεις. Στην πραγματικότητα το ρίσκο στο χρηματοοικονομικό σύμπαν (τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρίες, αμοιβαία κεφάλαια, hedge funds, κλπ) εδώ μεταβιβάζεται από τομείς όπως είναι οι τράπεζες, όπου υπάρχει υψηλή ρύθμιση και μεγάλο κόστος αλλά καλύτερη γνώση των κινδύνων, σε τομείς με λιγότερη ρύθμιση και γνώση, λιγότερο κόστος, όπως είναι τα hedge funds.
Δεύτερο, η πολιτική πρέπει να ενθαρρύνει την καινοτομία και τον πειραματισμό ώστε να έρθει στην αγορά μια νέα γενιά μικτών χρηματοοικονομικών και ασφαλιστικών προϊόντων που όχι μόνο αντισταθμίζουν τους κινδύνους από τις αιφνίδιες αυξήσεις των τιμών του πετρελαίου ή των επιτοκίων ούτε μόνο από τις μεταβολές των συναλλαγματικών ισοτιμιών αλλά καλύπτουν μια κοινωνική θεματολογία που συνδέεται με τον κίνδυνο να χάσεις τη δουλειά σου από μια τεχνολογική ανατροπή ή από τη μετανάστευση της επιχείρησής σου στο εξωτερικό ή από την πτώση της αξίας των ακινήτων σου σε μια περιοχή ή από την ατυχή έκβαση ενός επιχειρηματικού σχεδίου σε τομείς υψηλού ρίσκου. Στην ουσία προσδοκούμε ένα ριζικό μετασχηματισμό και μια πρωτοφανή επέκταση της ασφαλιστικής σφαίρας με νέα χρηματοοικονομικά εργαλεία και μια δημοκρατικοποίηση του financial ώστε να μην αφορά μόνο μια ελίτ παγκόσμιων επενδυτών αλλά να εξασφαλίζει μια ευκολότερη και ασφαλέστερη πρόσβαση ακόμα και σε μεσαίους επενδυτές κα σε ασφαλιστικά ταμεία.
Τρίτο, η πολιτική θα διευρύνει το βασίλειο του risk management όχι μόνο στο βαθμό που απελευθερώνει τις αγορές υπηρεσιών (ενέργεια, τηλεπικοινωνίες, χρηματοπιστωτικά) αλλά και προωθεί μια νέα γενιά μεταρρυθμίσεων σε τομείς δημόσιας ευθύνης όπως είναι η τριτοβάθμια εκπαίδευση και το σύστημα υγείας οι οποίες θα εισάγουν τις market – like διαδικασίες, την «εσωτερική δημόσια αγορά», θα διεγείρουν τον ανταγωνισμό των χρηματοοικονομικά αυτόνομων πλέον ιδρυμάτων, θα κατοχυρώνουν το δικαίωμα της επιλογής στους χρήστες των υπηρεσιών, θα αυξάνουν τις ευκαιρίες πρόσβασης των οικονομικά αδυνάτων, ενώ το κράτος θα κρατά το ρυθμιστικό εργαλείο της αξιολόγησης- χρηματοδότησης και θα διασφαλίζει τα standards της ποιότητας. Κάθε μεταρρύθμιση οδηγεί σε μια νέα κατανομή του ρίσκου. Στα πανεπιστήμια σήμερα οι φοιτητές παίρνουν το ρίσκο να ξοδέψουν χρόνο και χρήμα συχνά σε χαμηλής ποιότητας σπουδές δίχως επαγγελματική προοπτική ενώ το ρίσκο για τους καθηγητές τους και τα ιδρύματα είναι μηδενικό στις συνθήκες της ακραίας υπαλληλοποίησης και ισοπέδωσης. Μετά τη μεταρρύθμιση το Πανεπιστήμιο και οι καθηγητές του μπορούν να προσβλέπουν σε αυξημένη ή μειωμένη χρηματοδότηση από το κράτος και ιδιωτικούς φορείς ανάλογα με την ποιότητα του διδακτικού και ερευνητικού τους έργου. Δηλαδή αναλαμβάνουν και αυτοί, συλλογικά και ατομικά, ένα μερίδιο του ρίσκου.
Το κράτος μπορεί γενικότερα να αγοράζει υπηρεσίες για τους πολίτες του ή για τους οικονομικά αδύνατους σε συνθήκες ανταγωνισμού στην ελεύθερη αγορά ή σε sui generis «εσωτερικές δημόσιες αγορές» ή από μη κρατικά, μη κερδοσκοπικά ιδρύματα και εθελοντικές ενώσεις. Πρόκειται για το πέρασμα από την σπάταλη, κάθετη κρατικίστικη γραφειοκρατική δομή παραγωγής και διανομής υπηρεσιών στην εποχή των συμβολαίων του κράτους με ανεξάρτητους φορείς, δημόσιους και ιδιωτικούς. Η επιχειρούμενη σήμερα σύμπραξη Δημοσίου – Ιδιωτικών φορέων θα έχει επιτυχία μόνο αν γίνει σωστή η κατανομή κινδύνων. Ένα διεθνές μοντέλο risk management από τα κράτη αποτελεί η θέσπιση της αγοράς δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου (emission credits) με το οποίο επιβραβεύονται οι οικολογικά πρωτοπόρες επιχειρήσεις που επενδύουν σε καθαρές τεχνολογίες ενώ επιβαρύνονται οι ρυπογόνες με στόχο να συγκρατήσουμε μέχρι το τέλος του αιώνα τη συγκέντρωση διοξειδίου του άνθρακα στο όριο συναγερμού των 550 ppm (μέρη ανά εκατομμύριο). Θέλω να υπογραμμίσω πως όταν προχωρούμε σε μεταρρυθμίσεις πρέπει επίσης προκαταβολικά να ενσωματώνουμε στις προτάσεις μας την ανάλυση και διαχείριση του σχετικού ρίσκου των αλλαγών.
Το ρίσκο της ασφάλισης
Κορυφαίο θέμα του κυβερνητικού risk management τις επόμενες δυο δεκαετίες θεωρώ την απάντηση στη δημογραφική ανατροπή και στη νέα μορφή του ασφαλιστικού προβλήματος που θα επιφέρει η μαζική συνταξιοδότηση της λεγόμενης γενιάς του baby boom. Πρόκειται για την πιο προβλέψιμη οικονομική και κοινωνική κρίση στην ανθρώπινη ιστορία, που μπορεί, αν δεν δράσουμε έγκαιρα, να εξελιχθεί σε μια νέα κοινωνική καταιγίδα, σε μια νέα κρίση και σύγκρουση των γενεών.
Υπάρχουν και στο ζήτημα αυτό δυο ακραίες συμπεριφορές, όπως σε όλα τα θέματα που εξετάζονται από το risk management, η υπεραντίδραση με σπασμωδικές, δραματικές αποφάσεις, όπως τα αχρείαστα bypass στην ιατρική, και η αδιαφορία και η αναβλητικότητα του δεν «θέλω να γνωρίζω», του «άστο γι αργότερα», πράγμα που πολλαπλασιάζει γεωμετρικά το κόστος της μελλοντικής επίλυσης.
Τι να κάνουμε λοιπόν; Όταν καλούμαστε να σχεδιάσουμε το μέλλον βασισμένοι στη δυσάρεστη υπόθεση ότι ο νεανικός πληθυσμός θα μειώνεται τότε για να αυξήσουμε τον κοινωνικό πλούτο ώστε να φτάσει για όλες τις γενιές, εργαζόμενους και συνταξιούχους, πρέπει να στοιχηματίσουμε στην υψηλή παραγωγικότητα της ανθρώπινης εργασίας. Υπολόγισα ότι χρειαζόμαστε στην Ευρώπη μια μέση αύξηση της παραγωγικότητας επί 20 χρόνια σίγουρα πάνω από το 2% κοντά στο 3%. Το ευρωπαϊκό αυτό στοίχημα κερδίζεται καταρχήν, πέρα από το ασφαλιστικό, στο μέτωπο της εκπαίδευσης, της έρευνας, της καινοτομίας, της έκρηξης του επιχειρείν. Ο παράγοντας κλειδί συνεπώς για ένα νέο συμβόλαιο των γενεών είναι η υψηλή παραγωγικότητα αλλά είναι αυτονόητο ότι αισθανόμαστε αβεβαιότητα για το αν θα καταφέρουμε μια τόσο υψηλή αύξησή της επί δύο δεκαετίες και συνεπώς πρέπει να αναζητήσουμε συμπληρωματικές «ζώνες ασφαλείας» για να εξασφαλίσουμε τις συντάξεις. Και αυτές κυρίως είναι δύο. Πρώτο, πρέπει να διευρύνουμε τον εργαζόμενο πληθυσμό στην αγορά εργασίας, να αυξήσουμε, όπως στον σκανδιναβικό βορρά, τον συνολικό όγκο της εργασίας στο διάβα της ζωής των ανθρώπων, να αποκρούσουμε τον αυτοκανιβαλισμό των μαζικών συνταξιοδοτήσεων, να δώσουμε κίνητρα για νέες εθελοντικές μορφές ευέλικτης συνταξιοδότησης και μερικής απασχόλησης. Δεύτερο, να προχωρήσουμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως προτείνω στο τελευταίο βιβλίο μου «Βαμπίρ και Κανίβαλοι», σε μια ευφυή σύνθεση του κυρίαρχου αναδιανεμητικού με το κεφαλαιοποιητικό σύστημα της κοινωνικής ασφάλισης ώστε να κατανέμουμε πιο δίκαια τα βάρη και τις δυνατότητες ανάμεσα στις γενιές, ανάμεσα στο άτομο και στην κοινωνία. Έχω προτείνει τη δημιουργία συμπληρωματικού ασφαλιστικού προσωπικού βιβλιαρίου σε κεφαλαιοποιητική βάση. Ο Έλληνας θα αυξήσει με ενθουσιασμό την ασφαλιστική αποταμίευση – επένδυση μόνο αν είναι για το ατομικό του όφελος, μόνο αν κληρονομείται. Όχι με νέους – κοινωνικούς υποτίθεται – φόρους. Αυτό έδειξε η παγκόσμια πρωτιά του Έλληνα σε ιδιόκτητη κατοικία.
Διαφορετικά, αν αφήσουμε αργότερα να ενεργήσουμε αναγκαστικά σε συνθήκες κρίσης και κατάρρευσης του ασφαλιστικού συστήματος, μοιραία θα γλιστρήσουμε σε μια ελάχιστη κρατική σύνταξη από τη φορολογία και από κει και πέρα «ο σώζων εαυτόν σωθήτω» για όσους βέβαια μπορούν να έχουν ιδιωτική ασφάλιση, αποταμιεύσεις, επενδύσεις σε τίτλους και ακίνητα ή έστω παιδιά με εισοδήματα και υψηλό αίσθημα ευθύνης απέναντι στους γονείς τους. Άλλωστε η οικογένεια αποτέλεσε στην ανθρώπινη ιστορία το πρωταρχικό κύτταρο του risk management με καλές αλλά και με κακές επιδόσεις.
Κάθε σοβαρός πολιτικός, κάθε σοβαρός επιχειρηματίας ασφαλώς κάνει το δικό του αυτοσχέδιο risk management με βάση την εμπειρία της ζωής και τις γνώσεις του δίχως κατά κανόνα να καταφεύγει στους ειδικούς, στα επιστημονικά μοντέλα και τις θεωρίες της διαχείρισης του ρίσκου. Να είστε βέβαιοι πάντως πως αν τα καταφέρουμε, με συντεταγμένο επιστημονικό τρόπο, να ενσωματώσουμε το risk management στη λήψη των κυβερνητικών αποφάσεων αυτό θα σήμαινε μια ποιοτική αλλαγή στην πολιτική σκέψη και στην άσκηση της εξουσίας. Τότε πράγματι θα έχουμε κάνει ένα καίριο βήμα στο New Public Management.
Προς θεού όμως με όλα αυτά δεν εννοούμε ότι θα προστρέχουμε στους νέους μάγους του risk management όπως κάποτε οι άνθρωποι έτρεχαν στους μάντεις, στους προφήτες, στους αστρολόγους και στις χαρτορίχτρες για να αποκρυπτογραφήσουν την αβεβαιότητα που τους περιέβαλλε. Το risk management έχει τα όριά του και δεν πρέπει ποτέ να ξεχνούμε και το ρίσκο από τη διαχείριση του ρίσκου.